αθλούμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈθlu.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐θλού‐με‐νος
Μετοχή επεξεργασία
αθλούμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)
- μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος αθλούμαι που αθλείται, καθώς αθλείται
- ↪ Ένας αθλούμενος που ζυγίζει 75 κιλά, πρέπει να...
- ↪ Ο νεαρός κατέρρευσε αθλούμενος στο γήπεδο.
Μεταφράσεις επεξεργασία
αθλούμενος