Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία

αθλούμενου

  1. (αρσενικό) γενική ενικού του αθλούμενος
  2. γενική ενικού, ουδέτερου γένους του αθλούμενος