ακολουθούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία
Μετοχή
επεξεργασίαακολουθούμενος
- που τον ακολουθούν (για πρόσωπα)
- εφτασε στην δεξίωση ακολουθούμενος από τους παρατρεχάμενούς του
- που ακολουθείται, που εφαρμόζεται
- η ακολουθούμενη τακτική δεν οδηγεί πουθενά