Ετυμολογία

επεξεργασία
suivi < suivre

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sɥi.vi/

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό suivi suivis
θηλυκό suivie suivies

suivi (fr)

  1. αδιάλειπτος, εξακολουθητικός, συνεχής, τακτικός
     συνώνυμα: régulier
     αντώνυμα: inégal, irrégulier
  2. λογικός
    raisonnement suivi - λογικός ειρμός
     συνώνυμα: logique, ordonné
     αντώνυμα: décousu
  3. ακολουθούμενος από

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
suivi suivis

suivi (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  suivre