βάνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βάνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βάνω < μεσαιωνική ελληνική βάλνω < αρχαία ελληνική βάλλω}[1]
Ρήμα
επεξεργασίαβάνω (ελλειπτικό ρήμα, μόνο στον ενεστώτα, χωρίς παθητική φωνή)
Κλίση
επεξεργασίαπρόσωπα | Ενεστώτας |
---|---|
α' ενικ. | βάνω |
β' ενικ. | βάνεις |
γ' ενικ. | βάνει |
α' πληθ. | βάνουμε |
β' πληθ. | βάνετε |
γ' πληθ. | βάνουν(ε) |
Μεταφράσεις
επεξεργασία βάνω
→ δείτε τη λέξη βάζω |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ βάνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας