άβαλτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άβαλτος | η | άβαλτη | το | άβαλτο |
γενική | του | άβαλτου | της | άβαλτης | του | άβαλτου |
αιτιατική | τον | άβαλτο | την | άβαλτη | το | άβαλτο |
κλητική | άβαλτε | άβαλτη | άβαλτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άβαλτοι | οι | άβαλτες | τα | άβαλτα |
γενική | των | άβαλτων | των | άβαλτων | των | άβαλτων |
αιτιατική | τους | άβαλτους | τις | άβαλτες | τα | άβαλτα |
κλητική | άβαλτοι | άβαλτες | άβαλτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαάβαλτος -η -ο
- ο μη τοποθετημένος στη σωστή θέση, στη θέση για την οποία προορίζεται, «άβαλτα πλακάκια»
- (για είδη ένδυσης) αφόρετος,αμεταχείριστος, «έχω τα παπούτσια άβαλτα»
- ο μη σπαρμένος, ο αφύτευτος, «άβαλτο αμπέλι»
- ο μη υποκινούμενος από κάποιον άλλον, «έκανε το φόνο άβαλτος»