βάλ' του ρίγανη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βάλ' του ρίγανη < → δείτε τις λέξεις βάζω και ρίγανη, φράση που προήλθε από μεσαιωνική συνήθεια να βάζουν ρίγανη σε ένα κάπως χαλασμένο ή πολύ μπαγιάτικο παστό, ώστε να μπορέσουν να το φάνε.
Έκφραση επεξεργασία
βάλ' του ρίγανη
- φράση που λέγεται για να δηλώσει ότι αδιαφορούμε για κάτι ή το υποτιμούμε ή ότι μας έχει συμβεί κάποιο αθεράπευτο κακό
- Ὁ πλοῦτος;... βοῦρκος παχυλὸς καὶ τοῦ τυχόντος κλῆρος / σπανίως δὲ τὸν ἀποκτᾷς χωρὶς νὰ γίνῃς χοῖρος... / ἡ δόξα;... βάλ' της ρίγανη... εἷς ἀνδριᾶς στὸ τέλος / καὶ δυσωδία γύρω του κι' ὑγρῶν παντοίων ἕλος (Γεώργιος Σουρής, Ο Φασουλής φιλόσοφος, μέρος Β')
- φράση που λέμε όταν έχει χαθεί κάποια ευκαιρία