βάλ' του ρίγανη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βάλ' του ρίγανη < → δείτε τις λέξεις βάζω και ρίγανη, φράση που προήλθε από μεσαιωνική συνήθεια να βάζουν ρίγανη σε ένα κάπως χαλασμένο ή πολύ μπαγιάτικο παστό, ώστε να μπορέσουν να το φάνε.
Έκφραση
επεξεργασίαβάλ' του ρίγανη
- φράση που λέγεται για να δηλώσει ότι αδιαφορούμε για κάτι ή το υποτιμούμε ή ότι μας έχει συμβεί κάποιο αθεράπευτο κακό
- Ὁ πλοῦτος;... βοῦρκος παχυλὸς καὶ τοῦ τυχόντος κλῆρος / σπανίως δὲ τὸν ἀποκτᾷς χωρὶς νὰ γίνῃς χοῖρος... / ἡ δόξα;... βάλ' της ρίγανη... εἷς ἀνδριᾶς στὸ τέλος / καὶ δυσωδία γύρω του κι' ὑγρῶν παντοίων ἕλος (Γεώργιος Σουρής, Ο Φασουλής φιλόσοφος, μέρος Β')
- φράση που λέμε όταν έχει χαθεί κάποια ευκαιρία
Πηγές
επεξεργασία- ρίγανη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- βάλ' του ρίγανη - Ιδιωματικές εκφράσεις στο ΙΔΙΟΝ, Ινστιτούτο Επεξεργασίας του Λόγου.