ἐνίστημι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | ἐνίστημι | ἐνιστάμην |
Παρατατικός | ἐνίστην | ἐνστήσομαι |
Μέλλοντας | ἐνστήσω | ἐνεστησάμην |
Αόριστος | ἐνέστησα - ἐνέστην* | |
Παρακείμενος | ἐνέστηκα* | |
Υπερσυντέλικος | ἐνεστήκειν* | |
Συντελ.Μέλλ. | ἐνίσταμαι | |
(*)Αυτοί οι ενεργητικοί χρόνοι χρησιμοποιούνται με παθητική σημασία Μετοχή παρακειμένου: ἐνεστηκώς και ἐνεστώς |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἐνίστημι
- βάζω μέσα, τοποθετώ
- ορίζω κάποιον ως κληρονόμο
- (στον μέσο αόριστο) αρχίζω, ιδρύω, προσδιορίζω
- (παθητικό) ἐνίσταμαι (χρησιμοποιεί τους ενεργητικούς αόριστο β', παρακείμενο και υπερσυντέλικο)
Κλίση
επεξεργασία ἐνίστημι
|
Πηγές
επεξεργασία- ἐνίστημι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐνίστημι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.