Δείτε επίσης: ενεστώς

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐνεστώς: μετοχή ενεργητικού τύπου παρακειμένου με παθητική σημασία του ἐνίστημι

ἐνεστώς, ἐνεστῶσα, ἐνεστώς

  • μετοχή τύπου παρακειμένου (ἐνέστατον) του ἐνίστημι: ενεστώς (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
    1. είμαι παρών
    2. που γίνεται στο παρόν
        μιᾶς ἐνεστώσης δίκης (Αριστοφάνης, Νεφέλαι, 779 @greek-language.gr)
    3. που πρόκειται να χρισθεί
        τὸν ἐνεστῶτα ζῶντα τῆς τύχης καὶ τῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ ἔνεκεν (Χρειάζεται στοιχεία παραθέματος)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • και στην καθαρεύουσα
     τὴν δεκάτην Ἰανουαρίου ἐνεστῶτος ἔτους

Δείτε επίσης

επεξεργασία
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐνεστώς ἐνεστῶσ τὸ ἐνεστώς (ἐνεστός)
      γενική τοῦ ἐνεστῶτος τῆς ἐνεστώσης τοῦ ἐνεστῶτος
      δοτική τῷ ἐνεστῶτ τῇ ἐνεστώσ τῷ ἐνεστῶτ
    αιτιατική τὸν ἐνεστῶτ τὴν ἐνεστῶσᾰν τὸ ἐνεστώς (ἐνεστός)
     κλητική ! ἐνεστώς ἐνεστῶσ ἐνεστώς (ἐνεστός)
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐνεστῶτες αἱ ἐνεστῶσαι τὰ ἐνεστῶτ
      γενική τῶν ἐνεστώτων τῶν ἐνεστωσῶν τῶν ἐνεστώτων
      δοτική τοῖς ἐνεστῶσῐ(ν) ταῖς ἐνεστώσαις τοῖς ἐνεστῶσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ἐνεστῶτᾰς τὰς ἐνεστώσᾱς τὰ ἐνεστῶτ
     κλητική ! ἐνεστῶτες ἐνεστῶσαι ἐνεστῶτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐνεστῶτε τὼ ἐνεστώσ τὼ ἐνεστῶτε
      γεν-δοτ τοῖν ἐνεστώτοιν τοῖν ἐνεστώσαιν τοῖν ἐνεστώτοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'τεθνεώς' όπως «τεθνεώς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ουσιαστικό

επεξεργασία