Δείτε επίσης: ἐνεστώς

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενεστώς < αρχαία ελληνική ἐνεστώς (είμαι παρών) μετοχή ενεργητικού τύπου παρακειμένου με παθητική σημασία του ἐνίστημι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.neˈstos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐νε‐στώς

ενεστώς, ενεστώσα, ενεστώς (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ἐνεστώς)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ενεστώς αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ἐνεστώς#Ουσιαστικό)

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία