ενεστώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενεστώς < αρχαία ελληνική ἐνεστώς (είμαι παρών) μετοχή ενεργητικού τύπου παρακειμένου με παθητική σημασία του ἐνίστημι
- για το ουσιαστικό < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐνεστώς (στη σημασία: χρόνος γραμματικής)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.neˈstos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐νε‐στώς
Μετοχή
επεξεργασίαενεστώς, ενεστώσα, ενεστώς (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ἐνεστώς)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενεστώς αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ἐνεστώς#Ουσιαστικό)
- (λόγιο, παρωχημένο, γραμματική) ο ενεστώτας
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ενεστώς
|
Πηγές
επεξεργασία- ενεστώς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας