Δείτε επίσης: χρήζω

Ετυμολογία

επεξεργασία

χρίζω (& χρίω)

  1. (θρησκεία) αλείφω με μύρο ή έλαιο
  2. απονέμω επίσημο τίτλο, αξίωμα ή ιδιότητα

Μεταφράσεις

επεξεργασία