χρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρίζω < (ελληνιστική κοινή) χρίζω < αρχαία ελληνική χρίζω
Ρήμα
επεξεργασίαχρίζω (& χρίω)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χρίζω | έχριζα | θα χρίζω | να χρίζω | χρίζοντας | |
β' ενικ. | χρίζεις | έχριζες | θα χρίζεις | να χρίζεις | χρίζε | |
γ' ενικ. | χρίζει | έχριζε | θα χρίζει | να χρίζει | ||
α' πληθ. | χρίζουμε | χρίζαμε | θα χρίζουμε | να χρίζουμε | ||
β' πληθ. | χρίζετε | χρίζατε | θα χρίζετε | να χρίζετε | χρίζετε | |
γ' πληθ. | χρίζουν(ε) | έχριζαν χρίζαν(ε) |
θα χρίζουν(ε) | να χρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έχρισα | θα χρίσω | να χρίσω | χρίσει | ||
β' ενικ. | έχρισες | θα χρίσεις | να χρίσεις | χρίσε | ||
γ' ενικ. | έχρισε | θα χρίσει | να χρίσει | |||
α' πληθ. | χρίσαμε | θα χρίσουμε | να χρίσουμε | |||
β' πληθ. | χρίσατε | θα χρίσετε | να χρίσετε | χρίστε | ||
γ' πληθ. | έχρισαν χρίσαν(ε) |
θα χρίσουν(ε) | να χρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χρίσει | είχα χρίσει | θα έχω χρίσει | να έχω χρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις χρίσει | είχες χρίσει | θα έχεις χρίσει | να έχεις χρίσει | έχε χρισμένο | |
γ' ενικ. | έχει χρίσει | είχε χρίσει | θα έχει χρίσει | να έχει χρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χρίσει | είχαμε χρίσει | θα έχουμε χρίσει | να έχουμε χρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε χρίσει | είχατε χρίσει | θα έχετε χρίσει | να έχετε χρίσει | έχετε χρισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν χρίσει | είχαν χρίσει | θα έχουν χρίσει | να έχουν χρίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) χρισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) χρισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) χρισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) χρισμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χρίζομαι | χριζόμουν(α) | θα χρίζομαι | να χρίζομαι | χριζόμενος | |
β' ενικ. | χρίζεσαι | χριζόσουν(α) | θα χρίζεσαι | να χρίζεσαι | (χρίζου) | |
γ' ενικ. | χρίζεται | χριζόταν(ε) | θα χρίζεται | να χρίζεται | ||
α' πληθ. | χριζόμαστε | χριζόμαστε χριζόμασταν |
θα χριζόμαστε | να χριζόμαστε | ||
β' πληθ. | χρίζεστε | χριζόσαστε χριζόσασταν |
θα χρίζεστε | να χρίζεστε | (χρίζεστε) | |
γ' πληθ. | χρίζονται | χρίζονταν χριζόντουσαν |
θα χρίζονται | να χρίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χρίστηκα | θα χριστώ | να χριστώ | χριστεί | ||
β' ενικ. | χρίστηκες | θα χριστείς | να χριστείς | χρίσου | ||
γ' ενικ. | χρίστηκε | θα χριστεί | να χριστεί | |||
α' πληθ. | χριστήκαμε | θα χριστούμε | να χριστούμε | |||
β' πληθ. | χριστήκατε | θα χριστείτε | να χριστείτε | χριστείτε | ||
γ' πληθ. | χρίστηκαν χριστήκαν(ε) |
θα χριστούν(ε) | να χριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω χριστεί | είχα χριστεί | θα έχω χριστεί | να έχω χριστεί | χρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις χριστεί | είχες χριστεί | θα έχεις χριστεί | να έχεις χριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει χριστεί | είχε χριστεί | θα έχει χριστεί | να έχει χριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε χριστεί | είχαμε χριστεί | θα έχουμε χριστεί | να έχουμε χριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε χριστεί | είχατε χριστεί | θα έχετε χριστεί | να έχετε χριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν χριστεί | είχαν χριστεί | θα έχουν χριστεί | να έχουν χριστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι χρισμένος - είμαστε, είστε, είναι χρισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν χρισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν χρισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι χρισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι χρισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι χρισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι χρισμένοι |