Δείτε επίσης: χρίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρήζω < αρχαία ελληνική χρῄζω

  Ρήμα επεξεργασία

χρήζω

  1. (λόγιο) έχω ανάγκη από κάτι (συντάσσεται με γενική)
    • το θέμα χρήζει ανάλυσης
    • το κείμενο χρήζει σχολιασμού

  Μεταφράσεις επεξεργασία