χρήζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρήζω < αρχαία ελληνική χρῄζω
Ρήμα
επεξεργασίαχρήζω
- (λόγιο) έχω ανάγκη από κάτι (συντάσσεται με γενική)
- το θέμα χρήζει ανάλυσης
- το κείμενο χρήζει σχολιασμού
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρήζω