χρῄζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαχρῄζω
- έχω ανάγκη
- (+ γενική) έχω ανάγκη από
- οὐδ᾽ ἐμοῦ διδασκάλου χρῄζεις : δεν με χρειάζεσαι (για) δάσκαλο
- (+ απαρέμφατο) πρέπει να
- ※ [ὁ Παυσανίης] ἐκέλευε τὰ παρεόντα σφι πρήγματα, ἐχρήιζέ τε τῶν Ἀθηναίων προσχωρῆσαί τε πρὸς ἑωυτοὺς καὶ ποιέειν περὶ τῆς ἀπόδου τά περ ἂν καὶ σφεῖς
- [ο Παυσανίας] να τους κατατοπίσει για τη σύγχυση που επικρατούσε στο στρατόπεδό τους· και ζητούσε από τους Αθηναίους να έρθουν προς το μέρος τους και να ενεργήσουν για την αποχώρησή τους (όπως και οι Σπαρτιάτες).
- Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, Καλλιόπη 9.55.2. Μετάφραση: Η. Σπυρόπουλος
- ※ [ὁ Παυσανίης] ἐκέλευε τὰ παρεόντα σφι πρήγματα, ἐχρήιζέ τε τῶν Ἀθηναίων προσχωρῆσαί τε πρὸς ἑωυτοὺς καὶ ποιέειν περὶ τῆς ἀπόδου τά περ ἂν καὶ σφεῖς
- (+ γενική) έχω ανάγκη από
- τύπος του χράω (δίνω χρησμό)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- χρηΐζω, χρηιίζω (ιωνικός τύπος )
- χρεΐζω, χρείζω
- χρῄδδω (δωρικός τύπος των Μεγαρέων)
- χρῄσδω (δωρικός τύπος των Σικελιωτών Δωριέων)
Εκφράσεις
επεξεργασία- χρῄζων (μετοχή)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη χρή
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- χρῄζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χρῄζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ χρήζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012