χρισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου χρίω και χρίζω
Μετοχή επεξεργασία
χρισμένος, -η, -ο
- που του έχει δοθεί το χρίσμα σε κάποια θρησκευτική τελετή ή από την πολιτεία για κάποιο επίσημο καθήκον