↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρισμένος η χρισμένη το χρισμένο
      γενική του χρισμένου της χρισμένης του χρισμένου
    αιτιατική τον χρισμένο τη χρισμένη το χρισμένο
     κλητική χρισμένε χρισμένη χρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρισμένοι οι χρισμένες τα χρισμένα
      γενική των χρισμένων των χρισμένων των χρισμένων
    αιτιατική τους χρισμένους τις χρισμένες τα χρισμένα
     κλητική χρισμένοι χρισμένες χρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου χρίω και χρίζω

χρισμένος, -η, -ο

  • που του έχει δοθεί το χρίσμα σε κάποια θρησκευτική τελετή ή από την πολιτεία για κάποιο επίσημο καθήκον

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία