Δείτε επίσης: πίμπλημι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πίμπρημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰerw- / *bhrew (βράζω, κοχλάζω)

πίμπρημι

  1. φυσάω και φουσκώνω κάτι
  2. καίω, πυρπολώ

Δείτε επίσης

επεξεργασία

νέα ελληνικά: