εμπρηστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εμπρηστής < ελληνιστική κοινή ἐμπρηστής < αρχαία ελληνική ἐμπίμπρημι < ἐν + πίμπρημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰerw- / *bhrew (βράζω, κοχλάζω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεμπρηστής αρσενικό (θηλυκό εμπρήστρια)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εμπρησμός