Δείτε επίσης: ἐμπρησμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εμπρησμός οι εμπρησμοί
      γενική του εμπρησμού των εμπρησμών
    αιτιατική τον εμπρησμό τους εμπρησμούς
     κλητική εμπρησμέ εμπρησμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εμπρησμός αρσενικό

  • η σκόπιμη πρόκληση πυρκαγιάς
    Τη σύλληψη ενός 60χρονου Έλληνα, κατηγορούμενου για απόπειρα εμπρησμού, στον παράδρομο της νέας εθνικής οδού Αθηνών-Λαμίας, στην περιοχή της Βαρυμπόμπης, ανακοίνωσε χθες το βράδυ η ΕΛ.ΑΣ. (*)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία