εμπρηστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
εμπρηστικός, -ἠ, -ό
- που αποσκοπεί στο να προκαλέσει πυρκαγιά
- εμπρηστικός μηχανισμός
- που επιδεινώνει και οξύνει μια εκρηκτική κατάσταση
- εμπρηστικές δηλώσεις
Συγγενικά επεξεργασία
- εμπρηστικά
- → δείτε τη λέξη εμπρησμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
εμπρηστικός