Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

εἱστήκειν

  • πρώτο πρόσωπο ενικού οριστικής υπερσυντέλικου ενεργητικής φωνής του ρήματος ἵστημι
    εναλλακτικά: εἱστήκη