διΐστημι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | διΐστημι | διΐσταμαι |
Παρατατικός | διΐστην | διϊστάμην |
Μέλλοντας | διαστήσω | διαστήσομαι - διασταθήσομαι |
Αόριστος | διέστησα | διέστην - διεστησάμην - διεστάθην |
Παρακείμενος | διαστήσας ἔχω | διέστηκα |
Υπερσυντέλικος | διαστήσας εἶχον | διειστήκειν |
Συντελ.Μέλλ. | διεστήξω |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαδιΐστημι
- διαχωρίζω, βάζω σε διαφορετικά μέρη
- παρεμβάλλω ένα κενό (τοπικό ή χρονικό) ανάμεσα σε δύο πράγματα
- διαιρώ, φέρνω σε κατάσταση αντιπαράθεσης
- (με γενική και αιτιατική) διακρίνω κάτι από κάτι άλλο
- (μεταβατικό) φουσκώνω
- (μέσο) στέκομαι με τα πόδια ανοιχτά
- (μέσο) διαφέρω
- (μέσο) αποχωρώ από μάχη, ή και συμφιλιώνομαι
- (μέσο) αποσύρομαι
Αναφορές
επεξεργασία- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883