Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνθίστημι < (ἀντί) ἀνθ- + ἵστημι

ἀνθίστημι (μέσο και παθητικό ἀνθίσταμαι)

  1. στήνω ενάντια ή απέναντι σε κάτι
  2. (αμετάβατο στη μέση φωνή) αντιστέκομαι
    ἀντέστησαν Ἀλεξάνδρω = αντιστάθηκαν στον Αλέξανδρο

Δείτε και ἵστημι

Παράγωγα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία