Δείτε επίσης: Ἀντιστάτης

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀντιστᾰτα-
ονομαστική ἀντιστάτης οἱ ἀντιστάται
      γενική τοῦ ἀντιστάτου τῶν ἀντιστατῶν
      δοτική τῷ ἀντιστάτ τοῖς ἀντιστάταις
    αιτιατική τὸν ἀντιστάτην τοὺς ἀντιστάτᾱς
     κλητική ! ἀντιστάτ ἀντιστάται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀντιστάτ
γεν-δοτ τοῖν  ἀντιστάταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀντιστάτης < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀντιστάτης, -ου αρσενικό

  1. αντίπαλος, αντιτιθέμενος, ενάντιος
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 519 @scaife.perseus
    εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ ἀντιστάτας·
    ※  1ος/2ος↓ αιώνας Πλούταρχος, Ἠθικά Περὶ τῶν κοινῶν ἐννοιῶν πρὸς τοὺς Στωικούς, 45, 1084b @scaife.perseus
    τὸ δὲ μὴ μόνον σώματα ταῦτα ποιεῖν, ἀλλὰ καὶ ζῷα λογικὰ καὶ ζῴων τοσούτων σμῆνος οὐ φίλιον οὐδʼ ἥμερον, ἀλλʼ ὄχλον ἀντιστάτην κακίαις καὶ πολέμιον νοῦν ἔχοντας,
  2. ξύλινο στήριγμα, αντηρίδα
    ※  1ος κε αιώνας 'Ηρων ο Αλεξανδρεύς, Belopoeica, Βελοποιικά, 93 @scaife.perseus
    Δεῖ δὲ καὶ τὸν ἀντιστάτην τούτῳ ἴσον ποιῆσαι, ἴσον μὲν ἔχοντα μῆκος τῷ ΜΝ, πλάτος δὲ ἴσον τῷ Μ, καὶ ὁμοίως διτορμίας ἐξ ἑκατέρου μέρους οἵας τὰς ΜΝΓ ὀρθάς. οὗτος δέ οὐ λαμβάνει οὔτε τὴν κοίλην οὔτε τὴν κυρτὴν περιφέρειαν.

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία