Δείτε επίσης: ἀντιστάτης, Ἀντιστάτης
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντιστάτης οι αντιστάτες
      γενική του αντιστάτη των αντιστατών
    αιτιατική τον αντιστάτη τους αντιστάτες
     κλητική αντιστάτη αντιστάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αντιστάτης με λαχανί χρώμα επάνω σε πράσινη πλακέτα τυπωμένου κυκλώματος.

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντιστάτης αρσενικό

  1. ηλεκτρονικό εξάρτημα που αποτελείται από υλικό το οποίο παρουσιάζει αντίσταση στη δίοδο του ηλεκτρικού ρεύματος
     συνώνυμα: αντίσταση

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία