αντιστάτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιστάτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντιστάτης αρσενικό
- ηλεκτρονικό εξάρτημα που αποτελείται από υλικό το οποίο παρουσιάζει αντίσταση στη δίοδο του ηλεκτρικού ρεύματος