Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντιστάτης οι αντιστάτες
      γενική του αντιστάτη των αντιστατών
    αιτιατική τον αντιστάτη τους αντιστάτες
     κλητική αντιστάτη αντιστάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Αντιστάτης με λαχανί χρώμα επάνω σε πράσινη πλακέτα τυπωμένου κυκλώματος.

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιστάτης < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιστάτης αρσενικό

  1. ηλεκτρονικό εξάρτημα που αποτελείται από υλικό το οποίο παρουσιάζει αντίσταση στη δίοδο του ηλεκτρικού ρεύματος
     συνώνυμα: αντίσταση

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία