Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀντιστατέω < λείπει η ετυμολογία

ἀντιστατέω - ἀντιστατῶ (συνηρημένο)

  • ανθίσταμαι, αντιστέκομαι, εναντιώνομαι
    ※  5ος/4oς πκε αιώνας Πλάτων, Γοργίας, 513c-513d @scaife.perseus
    ὁ δήμου γὰρ ἔρως, ὦ Καλλίκλεις, ἐνὼν ἐν τῇ ψυχῇ τῇ σῇ ἀντιστατεῖ μοι· ἀλλʼ ἐὰν πολλάκις ἴσως καὶ βέλτιον ταὐτὰ ταῦτα διασκοπώμεθα, πεισθήσῃ.
    Καλλικλή, η ενυπάρχουσα εις την ψυχή σου αγάπη της δημαγωγίας ανθίσταται εις τους λόγους μου. Αλλά ίσως θα πεισθείς, εάν πολλάκις και καλύτερον τα ίδια ταύτα σκεφθώμεν και συζητήσωμεν.
    Μετάφραση: Σταύρος Τζουμελέας

Συγγενικά

επεξεργασία