στήσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαστήσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στήνω
- θα στήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στήνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασία- στήσω
- α΄ ενικό οριστικής μέλλοντα του ρήματος ἵστημι
- α΄ ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ἵστημι