Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παράστασῐς αἱ παραστάσεις
      γενική τῆς παραστάσεως τῶν παραστάσεων
      δοτική τῇ παραστάσει ταῖς παραστάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παράστασῐν τὰς παραστάσεις
     κλητική ! παράστασῐ παραστάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παραστάσει
γεν-δοτ τοῖν  παραστασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παράστασις < θέμα παραστα- του παρίστημι + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παράστασις, -εως θηλυκό

  1. στάση, τοποθέτηση δίπλα ή πιο μακριά
  2. εκτόπιση, εκδίωξη
  3. αξίωμα δίπλα σε βασιλιά
  4. θάρρος με λογική
  5. απόγνωση
  6. (ελληνιστική σημασία) χρηματικό ποσό για τη διεξαγωγή δίκης (νομικός όρος)

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία