Aufführung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Aufführung | die | Aufführungen |
γενική | der | Aufführung | der | Aufführungen |
δοτική | der | Aufführung | den | Aufführungen |
αιτιατική | die | Aufführung | die | Aufführungen |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαAufführung (de) θηλυκό