spectacle
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαspectacle < λατινική spectaculum < spectare < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *speḱ-
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαspectacle (fr) αρσενικό
spectacle < λατινική spectaculum < spectare < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *speḱ-
spectacle (fr) αρσενικό