ενικός         πληθυντικός  
ticket tickets

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ticket (en)

  1. το εισιτήριο
    ⮡  I went to the ticket office yesterday and got our tickets.
    Πήγα στο εκδοτήριο χθες και πήρα τα εισιτήριά μας.
  2. η κλήση, το έγγραφο για παράβαση
    ⮡  I got a ticket for a traffic violation.
    Πήρα κλήση για τροχαία παράβαση.

Παράγωγα

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ticket (fr) αρσενικό