ticket office
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ticket office | ticket offices |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαticket office (en)
- το εκδοτήριο
- ⮡ I went to the ticket office yesterday and got our tickets.
- Πήγα στο εκδοτήριο χθες και πήρα τα εισιτήριά μας.
- ⮡ I went to the ticket office yesterday and got our tickets.