εκδοτήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκδοτήριο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκδοτήριο ουδέτερο
- γραφείο ή ταμείο στο οποίο προμηθεύεται κάποιος εισιτήρια που συνήθως έχουν εκδοθεί από κάποιον άλλο φορέα ή για τα οποία έχει κάνει ήδη κράτηση
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκδοτήριο