εἰσιτήριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | εἰσιτήριον | τὰ | εἰσιτήριᾰ |
γενική | τοῦ | εἰσιτηρίου | τῶν | εἰσιτηρίων |
δοτική | τῷ | εἰσιτηρίῳ | τοῖς | εἰσιτηρίοις |
αιτιατική | τὸ | εἰσιτήριον | τὰ | εἰσιτήριᾰ |
κλητική ὦ! | εἰσιτήριον | εἰσιτήριᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εἰσιτηρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εἰσιτηρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εἰσιτήριον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εἰσιτήριος < εἴσειμι < εἰς + εἶμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁ey- (εἶμι, πηγαίνω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεἰσιτήριον ουδέτερο