εισιτήριο διαρκείας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
εισιτήριο διαρκείας ουδέτερο
- εισιτήριο το οποίο επιτρέπει στον κάτοχο του απεριόριστες εισόδους σε χώρο, όπως γήπεδα ή μετακινήσεις με μέσα μεταφοράς
- ※ Από τη Παρασκευή (07/07) μέχρι και τις 21 Ιουλίου όπως γνωστοποίησε η ΠΑΕ ΑΕΚ θα είναι στη διάθεση του κοινού της τα εισιτήρια διαρκείας για τη νέα σεζόν, καθώς ξεκινάει η τρίτη περίοδος πώλησης.
- Αρχίζει η τρίτη περίοδος διάθεσης των εισιτήριων διαρκείας για την ΑΕΚ (6 Ιουλίου 2023), ertsports.gr
- ※ Από τη Παρασκευή (07/07) μέχρι και τις 21 Ιουλίου όπως γνωστοποίησε η ΠΑΕ ΑΕΚ θα είναι στη διάθεση του κοινού της τα εισιτήρια διαρκείας για τη νέα σεζόν, καθώς ξεκινάει η τρίτη περίοδος πώλησης.
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εισιτήριο διαρκείας
|
Πηγές επεξεργασία
- εισιτήριο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)