διαγραφείς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαγραφείς < αρχαιόκλιτη μετοχή παθητικού αορίστου β' του ρήματος διαγράφω / διαγράφομαι
Επίθετο επεξεργασία
διαγραφείς, -είσα -έν
- που διαγράφτηκε (πχ από ένα κόμμα)
- οι διαγραφέντες βουλευτές σχημάτισαν νέα κοινοβουλευτική ομάδα
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαγραφείς
|