Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαγραμμένος η διαγραμμένη το διαγραμμένο
      γενική του διαγραμμένου της διαγραμμένης του διαγραμμένου
    αιτιατική τον διαγραμμένο τη διαγραμμένη το διαγραμμένο
     κλητική διαγραμμένε διαγραμμένη διαγραμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαγραμμένοι οι διαγραμμένες τα διαγραμμένα
      γενική των διαγραμμένων των διαγραμμένων των διαγραμμένων
    αιτιατική τους διαγραμμένους τις διαγραμμένες τα διαγραμμένα
     κλητική διαγραμμένοι διαγραμμένες διαγραμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαγραμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαγράφω

  Μετοχή επεξεργασία

διαγραμμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία