αχνοδιαγράφω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.xno.ði̯aˈɣɾa.fo/ & /a.xno.ðʝaˈɣɾa.fo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐χνο‐δι‐α‐γρά‐φω
Ρήμα
επεξεργασίααχνοδιαγράφω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αχνοδιαγράφω | αχνοδιέγραφα | θα αχνοδιαγράφω | να αχνοδιαγράφω | αχνοδιαγράφοντας | |
β' ενικ. | αχνοδιαγράφεις | αχνοδιέγραφες | θα αχνοδιαγράφεις | να αχνοδιαγράφεις | αχνοδιάγραφε | |
γ' ενικ. | αχνοδιαγράφει | αχνοδιέγραφε | θα αχνοδιαγράφει | να αχνοδιαγράφει | ||
α' πληθ. | αχνοδιαγράφουμε | αχνοδιαγράφαμε | θα αχνοδιαγράφουμε | να αχνοδιαγράφουμε | ||
β' πληθ. | αχνοδιαγράφετε | αχνοδιαγράφατε | θα αχνοδιαγράφετε | να αχνοδιαγράφετε | αχνοδιαγράφετε | |
γ' πληθ. | αχνοδιαγράφουν(ε) | αχνοδιέγραφαν αχνοδιαγράφαν(ε) |
θα αχνοδιαγράφουν(ε) | να αχνοδιαγράφουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αχνοδιέγραψα | θα αχνοδιαγράψω | να αχνοδιαγράψω | αχνοδιαγράψει | ||
β' ενικ. | αχνοδιέγραψες | θα αχνοδιαγράψεις | να αχνοδιαγράψεις | αχνοδιάγραψε | ||
γ' ενικ. | αχνοδιέγραψε | θα αχνοδιαγράψει | να αχνοδιαγράψει | |||
α' πληθ. | αχνοδιαγράψαμε | θα αχνοδιαγράψουμε | να αχνοδιαγράψουμε | |||
β' πληθ. | αχνοδιαγράψατε | θα αχνοδιαγράψετε | να αχνοδιαγράψετε | αχνοδιαγράψτε | ||
γ' πληθ. | αχνοδιέγραψαν αχνοδιαγράψαν(ε) |
θα αχνοδιαγράψουν(ε) | να αχνοδιαγράψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αχνοδιαγράψει | είχα αχνοδιαγράψει | θα έχω αχνοδιαγράψει | να έχω αχνοδιαγράψει | ||
β' ενικ. | έχεις αχνοδιαγράψει | είχες αχνοδιαγράψει | θα έχεις αχνοδιαγράψει | να έχεις αχνοδιαγράψει | ||
γ' ενικ. | έχει αχνοδιαγράψει | είχε αχνοδιαγράψει | θα έχει αχνοδιαγράψει | να έχει αχνοδιαγράψει | ||
α' πληθ. | έχουμε αχνοδιαγράψει | είχαμε αχνοδιαγράψει | θα έχουμε αχνοδιαγράψει | να έχουμε αχνοδιαγράψει | ||
β' πληθ. | έχετε αχνοδιαγράψει | είχατε αχνοδιαγράψει | θα έχετε αχνοδιαγράψει | να έχετε αχνοδιαγράψει | ||
γ' πληθ. | έχουν αχνοδιαγράψει | είχαν αχνοδιαγράψει | θα έχουν αχνοδιαγράψει | να έχουν αχνοδιαγράψει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αχνοδιαγράφω
|