διαγράφομαι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διαγράφομαι < παθητική φωνή του ρήματος διαγράφω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.a.ˈɣɾa.fɔ.mε/ και /ðʝa.ˈɣɾa.fɔ.mε/
ΡήμαΕπεξεργασία
διαγράφομαι
- φαίνομαι, σχηματίζομαι, διακρίνομαι
- για κάτι που φαίνεται ότι θα συμβεί στο μέλλον, που υπάρχει ως πιθανότητα
- Το μέλλον του ανθρώπου διαγράφεται «βιονικό». Τα άτομα με κινητική ή αισθητηριακή αναπηρία μπορεί στο μέλλον να έχουν καλύτερες επιδόσεις από τα υγιή. (*)
ΚλίσηΕπεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαγράφομαι | διαγραφόμουν(α) | θα διαγράφομαι | να διαγράφομαι | ||
β' ενικ. | διαγράφεσαι | διαγραφόσουν(α) | θα διαγράφεσαι | να διαγράφεσαι | διαγράφου | |
γ' ενικ. | διαγράφεται | διαγραφόταν(ε) | θα διαγράφεται | να διαγράφεται | ||
α' πληθ. | διαγραφόμαστε | διαγραφόμαστε διαγραφόμασταν |
θα διαγραφόμαστε | να διαγραφόμαστε | ||
β' πληθ. | διαγράφεστε | διαγραφόσαστε διαγραφόσασταν |
θα διαγράφεστε | να διαγράφεστε | διαγράφεστε | |
γ' πληθ. | διαγράφονται | διαγράφονταν διαγραφόντουσαν |
θα διαγράφονται | να διαγράφονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαγράφ(τ)ηκα | θα διαγραφ(τ)ώ | να διαγραφ(τ)ώ | διαγραφ(τ)εί | ||
β' ενικ. | διαγράφ(τ)ηκες | θα διαγραφ(τ)είς | να διαγραφ(τ)είς | διαγράψου | ||
γ' ενικ. | διαγράφ(τ)ηκε | θα διαγραφ(τ)εί | να διαγραφ(τ)εί | |||
α' πληθ. | διαγραφ(τ)ήκαμε | θα διαγραφ(τ)ούμε | να διαγραφ(τ)ούμε | |||
β' πληθ. | διαγραφ(τ)ήκατε | θα διαγραφ(τ)είτε | να διαγραφ(τ)είτε | διαγραφ(τ)είτε | ||
γ' πληθ. | διαγράφ(τ)ηκαν διαγραφ(τ)ήκαν(ε) |
θα διαγραφ(τ)ούν(ε) | να διαγραφ(τ)ούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διαγραφ(τ)εί | είχα διαγραφ(τ)εί | θα έχω διαγραφ(τ)εί | να έχω διαγραφ(τ)εί | διαγραμμένος | |
β' ενικ. | έχεις διαγραφ(τ)εί | είχες διαγραφ(τ)εί | θα έχεις διαγραφ(τ)εί | να έχεις διαγραφ(τ)εί | ||
γ' ενικ. | έχει διαγραφ(τ)εί | είχε διαγραφ(τ)εί | θα έχει διαγραφ(τ)εί | να έχει διαγραφ(τ)εί | ||
α' πληθ. | έχουμε διαγραφ(τ)εί | είχαμε διαγραφ(τ)εί | θα έχουμε διαγραφ(τ)εί | να έχουμε διαγραφ(τ)εί | ||
β' πληθ. | έχετε διαγραφ(τ)εί | είχατε διαγραφ(τ)εί | θα έχετε διαγραφ(τ)εί | να έχετε διαγραφ(τ)εί | ||
γ' πληθ. | έχουν διαγραφ(τ)εί | είχαν διαγραφ(τ)εί | θα έχουν διαγραφ(τ)εί | να έχουν διαγραφ(τ)εί |
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία
διαγράφομαι
- παθητική φωνή του ρήματος διαγράφω