Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαγράφομαι < παθητική φωνή του ρήματος διαγράφω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯aˈɣɾa.fo.me/ & /ðʝaˈɣɾa.fo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐γρά‐φο‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

διαγράφομαι, πρτ.: π-αορ, στ.μέλλ.: θα διαγράφτηκα, μτχ.π.π.: διαγραμμένος, (ενεργ.: διαγράφω)

  1. παθητικές σημασίες του διαγράφω
  2. φαίνομαι, σχηματίζομαι, διακρίνομαι
  3. για κάτι που φαίνεται ότι θα συμβεί στο μέλλον, που υπάρχει ως πιθανότητα
    ※  Το μέλλον του ανθρώπου διαγράφεται «βιονικό». Τα άτομα με κινητική ή αισθητηριακή αναπηρία μπορεί στο μέλλον να έχουν καλύτερες επιδόσεις από τα υγιή. (enet.gr)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

|}