Δείτε επίσης: ἀπαράγραπτος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαράγραπτος η απαράγραπτη το απαράγραπτο
      γενική του απαράγραπτου της απαράγραπτης του απαράγραπτου
    αιτιατική τον απαράγραπτο την απαράγραπτη το απαράγραπτο
     κλητική απαράγραπτε απαράγραπτη απαράγραπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαράγραπτοι οι απαράγραπτες τα απαράγραπτα
      γενική των απαράγραπτων των απαράγραπτων των απαράγραπτων
    αιτιατική τους απαράγραπτους τις απαράγραπτες τα απαράγραπτα
     κλητική απαράγραπτοι απαράγραπτες απαράγραπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απαράγραπτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπαράγραπτος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.paˈɾa.ɣɾa.ptos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πα‐ρά‐γρα‐πτος

  Επίθετο

επεξεργασία

απαράγραπτος, -η, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία