απαράγραφτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απαράγραφτος < απαράγραπτος < (ελληνιστική κοινή) ἀπαράγραπτος
Επίθετο
επεξεργασίααπαράγραφτος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απαράγραφτος
|
απαράγραφτος, -η, -ο
|