Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
άμελγμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
άμελγμα
τα
αμέλγμα
τ
α
γενική
του
αμέλγμα
τ
ος
των
αμελγμά
τ
ων
αιτιατική
το
άμελγμα
τα
αμέλγμα
τ
α
κλητική
άμελγμα
αμέλγμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
άμελγμα
<
αμέλγω
+
-μα
<
αρχαία ελληνική
ἀμέλγω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
άμελγμα
ουδέτερο
(
λόγιο
)
άρμεγμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
άμελγμα
→
δείτε
τη λέξη
άρμεγμα