αλικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αλικός | η | αλική | το | αλικό |
γενική | του | αλικού | της | αλικής | του | αλικού |
αιτιατική | τον | αλικό | την | αλική | το | αλικό |
κλητική | αλικέ | αλική | αλικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αλικοί | οι | αλικές | τα | αλικά |
γενική | των | αλικών | των | αλικών | των | αλικών |
αιτιατική | τους | αλικούς | τις | αλικές | τα | αλικά |
κλητική | αλικοί | αλικές | αλικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααλικός
- (παρωχημένο) (λόγιο) που έχει σχέση με τον Αλή (π.χ. Αλή πασά, ανήκει ή αναφέρεται σ' αυτόν
- ※ Οὐδ’ ἡ Πελοπόννησος ἔμεινεν ἄγευστος τῶν Ἀλικῶν δεινῶν. (Κωνσταντίνος Κούμας, Ἱστορίαι τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων ἀπὸ τῶν ἀρχαιοτάτων χρόνων ἕως τῶν ἡμερῶν μας, ἐκ παλαιῶν ἀπανθισθεῖσαι, καὶ τὰ νεώτερα ἐξ ἀρίστων Γερμανῶν ἱστοριογράφων ἐλευθέρως μεταφρασθεῖσαι ὑπὸ Κ. Μ. Κούμα, ἐκ τῆς Τυπογραφίας Ἀντωνίου Αὐκούλου (Anton v. Haykul), ἐν Βιέννῃ τῆς Αὐστρίας 1832, τ. 12, σελ. 550)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλικός
|