Αλής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αλής | οι | Αλήδες |
γενική | του | Αλή | των | Αλήδων |
αιτιατική | τον | Αλή | τους | Αλήδες |
κλητική | Αλή | Αλήδες | ||
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αλής αρσενικό
- (αρσενικό, μόνο στον ενικό) άλλη μορφή του Αλή
- (στον πληθυντικό) Αλήδες: μωαμεθανική δυναστεία καταγόμενη από τον χαλίφη Αλή Ιμπν Αμπού Ταλίμπ, γαμπρό του προφήτη Μωάμεθ
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Αλεβήδες στη Βικιπαίδεια
- Αλής στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αλής
|
Αλήδες
|