Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μωάμεθ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Μωάμεθ < αραβική محمد (muḥammad: ο προφήτης Μωάμεθ) < حمد (ḥammada: υμνώ, εγκωμιάζω) < ρίζα ح م د‎ (ḥ-m-d)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /moˈa.meθ/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μωάμεθ αρσενικό άκλιτο

  1. (ισλαμισμός) προφήτης και ιδρυτής του μουσουλμανισμού
  2. μουσουλμανικό ανδρικό όνομα

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία