Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μωαμεθανή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μωαμεθαν
ή
οι
μωαμεθαν
ές
γενική
της
μωαμεθαν
ής
των
μωαμεθαν
ών
αιτιατική
τη
μωαμεθαν
ή
τις
μωαμεθαν
ές
κλητική
μωαμεθαν
ή
μωαμεθαν
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μωαμεθανή
<
μωαμεθαν(ός)
+
-ή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μωαμεθανή
θηλυκό
θηλυκό
του
μωαμεθανός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μωαμεθανή
γαλλικά
:
musulmane
(fr)