μωαμεθανισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μωαμεθανισμός < μωαμεθαν(ός) + -ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμωαμεθανισμός αρσενικό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Μωάμεθ
Μεταφράσεις
επεξεργασία μωαμεθανισμός