↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεμέτης οι μεμέτηδες
      γενική του μεμέτη των μεμέτηδων
    αιτιατική τον μεμέτη τους μεμέτηδες
     κλητική μεμέτη μεμέτηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεμέτης < τουρκική Mehmet / Mehmed / Muhammad (Μωάμεθ)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /meˈme.tis/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεμέτης αρσενικό

Σημειώσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία