μεμέτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μεμέτης | οι | μεμέτηδες |
γενική | του | μεμέτη | των | μεμέτηδων |
αιτιατική | τον | μεμέτη | τους | μεμέτηδες |
κλητική | μεμέτη | μεμέτηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμεμέτης αρσενικό
- (παρωχημένο, λαϊκότροπο, μειωτικό) ο Τούρκος, ο μωαμεθανός
Σημειώσεις
επεξεργασία- απαντά και ο μειωτικός / ειρωνικός πληθυντικός μεμέτια
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Μωάμεθ
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεμέτης
|