άλικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άλικος | η | άλικη | το | άλικο |
γενική | του | άλικου | της | άλικης | του | άλικου |
αιτιατική | τον | άλικο | την | άλικη | το | άλικο |
κλητική | άλικε | άλικη | άλικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άλικοι | οι | άλικες | τα | άλικα |
γενική | των | άλικων | των | άλικων | των | άλικων |
αιτιατική | τους | άλικους | τις | άλικες | τα | άλικα |
κλητική | άλικοι | άλικες | άλικα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
άλικος, -η, -ο
- που έχει έντονα κόκκινο χρώμα
άλικος (χρώμα): - ↪ άλικα χείλη
- (συνεκδοχικά) σχετικός με το άλικο χρώμα
- ↪ άλικα φιλιά
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
άλικος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ άλικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.