Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άλικος η άλικη το άλικο
      γενική του άλικου της άλικης του άλικου
    αιτιατική τον άλικο την άλικη το άλικο
     κλητική άλικε άλικη άλικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άλικοι οι άλικες τα άλικα
      γενική των άλικων των άλικων των άλικων
    αιτιατική τους άλικους τις άλικες τα άλικα
     κλητική άλικοι άλικες άλικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

άλικος < (άμεσο δάνειο) τουρκική al (κόκκινος) + -ικος [1][2]

  Επίθετο επεξεργασία

άλικος, -η, -ο

  1. που έχει έντονα κόκκινο χρώμα
    άλικος (χρώμα):   
    άλικα χείλη
  2. (συνεκδοχικά) σχετικός με το άλικο χρώμα
    άλικα φιλιά

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. άλικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.