αγεννησία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγεννησία < ελληνιστική κοινή ἀγεννησία[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγεννησία[2] θηλυκό
- (θρησκεία) η αιώνια ύπαρξη του θεού, χωρίς να (χρειάζεται να) έχει γεννηθεί σε κάποια χρονική στιγμή[1]
- (λόγιο) στειρότητα[3]
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγεννησία
|
- ↑ 1,0 1,1 αγεννησία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
- ↑ αγεννησία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- ↑ αγεννησία - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας