αλληλουχώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλληλουχώ < αλλήλων + -ουχώ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική sequence)
Ρήμα επεξεργασία
αλληλουχώ
- (βιολογία) καθορίζω / προσδιορίζω την αλληλουχία ή την σειρά των βάσεων του DNA / RNA ή την σειρά των αμινοξέων των πρωτεϊνών
- (λόγιο) (κατ’ επέκταση) ταξινομώ, τακτοποιώ, παρατάσσω σκέψεις σε λογικά βήματα / στάδια
- (λόγιο) (κατ’ επέκταση) τοποθετώ στην σειρά βάσει κριτηρίων