άδηλος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- άδηλος < αρχαία ελληνική ἄδηλος (Από το α (το στερητικό) και το δήλος = φανερός)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
άδηλος -η -ο
- αφανέρωτος
- άγνωστος
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- άδηλοι πόροι
- άδηλος αναπνοή, άδηλη αναπνοή